βαγεναρειό

βαγεναρειό
το (Μ βαγεναρεῑον) [βαγένι]
η αποθήκη για τα βαρέλια του κρασιού
νεοελλ.
εργαστήριο όπου κατασκευάζουν βαγένια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”